εύθοινος

εύθοινος
εὔθοινος, -ον (Α)
1. (για τον Ηρακλή) αυτός που τρώει πάρα πολύ
2. φρ. «εὔθοινον γέρας» — τιμή που γίνεται σε κάποιον με πολυτελή θυσία και ευωχία, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θοίνη «γεύμα, συμπόσιο»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὔθοινον — εὔθοινος eating hugely masc/fem acc sg εὔθοινος eating hugely neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθοίνου — Εὔθοινος eating hugely masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθοίνου — εὔθοινος eating hugely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐθοίνῳ — Εὔθοινος eating hugely masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐθοίνῳ — εὔθοινος eating hugely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὔθοινον — Εὔθοινος eating hugely masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θοίνη — θοίνη, δωρ. τ. θοίνα και μτγν. θοῑνα ἡ (Α) 1. συμπόσιο, ευωχία, γεύμα, δείπνο 2. μτφ. διασκέδαση, τέρψη 3. τροφή, φαγητό («θοίναν πτανοῑς» τροφή για πτηνά, Ευρ.) 4. διάβρωση, φάγωμα («θοίνη τῶν σαρκῶν», Πορφ.) 5. φρ. α) «ἐκ θοίνης» μετά το γεύμα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”